- οψάρι(ο)
- το (ΑΜ ὀψάρι[ο]ν) [όψον]το ψάρι, ο ιχθύςαρχ.υποκορ. τού όψον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek